....................ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΒΑΛΑΒΑΝΗ - της εφημερίδας "Αρκαδικό Βήμα"
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
"O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν' ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...". Γκαίτε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Για τον Δημοσθένη Βαλαβάνη γράφει ο Λίνος Πολίτης στην "Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας"

   ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ  ΒΑΛΑΒΆΝΗΣ  


Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Συγγραφέας: Λίνος Πολίτης
Έκδοση: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
Έτος έκδοσης: 1985, σελ. 468

Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε πρώτα στα αγγλικά, «A History of Modern Greek Literature», Οξφόρδη, Clarendin Press (1η εκδ. 1973). Προηγουμένως είχε κυκλοφορήσει μία πολύ συντομότερη έκδοση, με τον τίτλο «Ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας».

~~~~~~~~~~~~~~




Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Στην γνησιότερη γραμμή του ρομαντισμού γυρίζουμε ξανά με τους νεώτερους ποιητές όπως τον Ιωάννη Καρασούτσα και τον Δημοσθένη Βαλαβάνη

  Ο ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ...   

Ακούγοντας κάποιον να μιλάει για ρομαντισμό και ρομαντικούς το μυαλό μας κάνει διάφορους συνειρμούς..σκεφτόμαστε ειδυλλιακές καταστάσεις, ιστορίες αγάπης, έρωτες κτλ.
Η αλήθεια είναι ότι ο ρομαντισμός ήταν ένα κίνημα, ένα ρεύμα που εξαπλώθηκε στην λογοτεχνία αλλά και γενικότερα σε άλλες μορφές τέχνης όπως η μουσική και η ζωγραφική.
Κάνοντας το περασμα του από την Αγγλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία , έφτασε και στη Ελλάδα. Τα γενικότερα χαρακτηριστικά του στη λογοτεχνία και κυρίως στην ποίηση όπου ευδοκίμησε περισσότερο είναι τα εξείς:Άκρατος λυρισμός, υπερβολή, υπεροχή συναισθήματος, ρομαντικό πάθος και στόμφος, φυγή από την πραγματικότητα, φαντασία, ύμνος της ομορφιάς, περιπέτεια, περιπλάνηση, προβολή του εγώ, του ατόμου, του ιδανικού, του παθητικού, ελευθερία στη φόρμα, αγνόηση κανόνων, θερμότητα και εκφραστική δύναμη στη γλώσσα. Σκοπός του ήτο να δημιουργεί έντονες συναισθηματικές καταστάσεις μέσω της τέχνης. "Ο ρομαντισμός δεν βρίσκεται ούτε στην επιλογή του θέματος ούτε στην ακριβή αλήθεια, αλλά περισσότερο σε έναν τρόπο να αισθάνεσαι τον κόσμο «Σαρλ Μπωντλαίρ»
Η γέννηση του οφείλεται στην άρνηση συμβιβασμού με τη πραγματικότητα και στην προσπάθεια να αντιπαλέψουν οι εκπρόσωποι του τον κλασσικισμό αλλά και στις γενικότερες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες στην κάθε περιοχή-χώρα που αναπτύχθηκε. Έκπρόσωποι αυτού του λογοτεχνικού ρεύματος είναι γνωστοί στους περισσότερους . Ενδεικτικά θα αναφέρω μερικούς όπως ο Γουορντσγουορθ, Μπλέηκ, Γουόλτερ Σκοτ, Λόρδος Βύρων(στη Αγγλία),Σίλερ, Γκαίτε (στην Γερμανία), Ουγκό( στην Γαλλία) ...;Επίσης το όνομα του Ζαν Ζακ Ρουσσώ έχει συνδεθεί στενά με τον ρομαντισμό και την αρχή της δημιουργίας του!

Ο Ρομαντισμός στις εικαστικές τέχνες
Το συναίσθημα, η φαντασία, ο λυρισμός αντιτίθενται στην λογική και στην πεζότητα. Το χρώμα είναι πλούσιο, το περίγραμμα αδυνατίζει, η σύνθεση γεμίζει κίνηση και ενέργεια και οι πινελιές είναι ελεύθερες. Οι έντονες και αντιθετικές κινήσεις, οι δραματικές φωτοσκιάσεις, είναι από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της τέχνης αυτής και θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό την τέχνη του μπαρόκ. Χαρακτηριστικό είναι το έργο των: Γκόγια (Ισπανία), Τέρνερ (Αγγλία), Ζερικώ και Ντελακρουά(Γαλλία), Φρίντριχ (Γερμανία).

Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της ρομαντικής περιόδου στη μουσική είναι: Μπετόβεν, Σούμπερτ,Παγκανίνι, Σοπέν, Λιστ, Βάγκνερ, Στράους και άλλοι ...;

Στην Ελλάδα:
Εμφανίζεται την δεκαετία του 1830 και θα διαρκέσει 50 χρόνια έχοντας να επιδείξει υψηλά δείγματα τέχνης και το αντίθετο. Ο ρομαντισμός θα επιβληθεί στην λογοτεχνία και κυρίως την ποίηση με κυρίαρχο στοιχείο την εμμονή στην χρήση της καθαρεύουσας σε σημείο που στην πορεία όταν επέλθει πλέον η εποχή του πρώτου δημοτικισμού τα ποιήματα στην καθαρεύουσα θα αποτελέσουν αντικείμενο σάτιρας. Το έργο που εγκαινιάζει την εποχή του ρομαντισμού στην Ελλάδα, πρωτοπαίδι δηλαδή του κινήματος αυτού είναι : «ο οδοιπόρος» του Φαναριώτη ποιητή Παναγιώτη Σούτσου. Το έργο το εμπνεύστηκε σε ηλικία 18 ετών όπως λέει ο ίδιος «εις τους νεφελώδεις ορίζοντας της αρκτώας Ευρώπης» Το έργο γεμάτο συναισθήματα, λυρική ευγένεια, και εκφραστική γλώσσα είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα του ρομαντισμού στις απαρχές του στην Ελλάδα. Στην συνέχει ο ίδιος θα γράψει κι άλλα ποιήματα αλλά δεν θα καταφέρει να ξαναβρεί τις στιγμές της γνήσιας ποιητικής έμπνευσης του οδοιπόρου καθώς η ολοένα και πιο αρχαΐζουσα γλώσσα του , χύνει την παγερή της ψυχρότητα παντού και μαραίνει ως και την ποιητική έμπνευση.

«Οδοιπόρος»
Ο Οδοιπόρος (ο ήρωας, εικόνα ιδεατή του
ίδιου του ποιητή) είναι νέος ευγενικός από το Φανάρι. Αγαπά την ηγεμονόπαιδα Ραλού, αλλά τους
χωρίζει ο πόλεμος, η ελληνική Επανάσταση. Γυρίζοντας στην Πόλη τη νομίζει πεθαμένη και
«οδοιπόρος» γυρίζει όλα τα μέρη της γης: οκτώ φορές λουλούδισεν η φύσις
αφ' ου τα δύο μάτια μου δακρύων είναι βρύσες.

Μονάχον, μελαγχολικόν με είδεν, εις τα ξένα
ο παχνωμένος Τάμεσις και η αμμώδης Σένα. (ο Σηκουάνας δηλαδή)
Του έαρός μου πέρασαν οι ανθισμένοι χρόνοι
στο μέτωπόν μου έπεσε του γήρατος το χιόνι
μέ τη σκέψη πάντα γυρισμένη στην ανάμνηση της Ραλούς
. Τώρα έχει καταφύγει μοναχός στο Άγιον

Όρος. Στό μεταξύ, παραριγμένη από την τρικυμία, η Ραλού (που δεν είχε πεθάνει) αποβιβάζεται με την τροφό της την Ευφροσύνη σε μια παραλία του Άθω. Οι δυο παλιοί αγαπημένοι συναντιούνται, αλλά δεν αναγνωρίζονται· ο ρομαντισμός αποστρέφεται ένα αίσιο τέλος, που θα στέρευε τόσο πρόωρα τις πηγές των δακρύων. Η μια παρεξήγηση διαδέχεται την άλλη, οι ήρωες λιποθυμούν, χάνουν τα λογικά τους, βλέπουν οράματα τρομερά, παραληρούν. Ο Οδοιπόρος αυτοκτονεί και ξεψυχώντας ανταλλάσσει τα πιο σπαρακτικά ερωτικά λόγια με τη Ραλού, που πέφτει κι' αυτή στο τέλος «κεραυνόπληκτος και αποθνήσκει».
Ο ποιητικός λόγος παρακολουθεί από κοντά τον ποιητικό στοχασμό και φτάνει σε μια ευτυχισμένη ολοκλήρωση, στους διαλόγους των δύο ηρώων το λυρικό πάθος βρίσκει μια σύμμετρη ποιητική έκφραση και δεν παραστρατίζει είτε προς την εκφραστική αδυναμία είτε προς την παραφωνία.

Οδ. Ω! τι γλυκύς με ήθελε φανεί αυτός ο βίος,
Στα ίχνη των βημάτων σου αν έτρεχ' αιωνίως
Πιστή καθώς ο ίσκιος σου η πένθιμη ψυχή μου!
Ρα. Να ήμουν το χυνόμενο ποτάμι της ερήμου,
Τα' αθώου βρέφους η ψυχή ενώ ζητεί να έβγη,
Η του σημάντρου η φωνή όπού θρηνεί και φεύγει!

Τον Παναγιώτη Σούτσο ακολουθούν ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής με το έργο του ο Δήμος και η Ελένη (1837) με μια υφή καθαρά ρομαντική αλλά κι ένα επίπλαστο χρώμα λαϊκό -Ελληνικό, που διαφαίνεται και στα δημοτικά ονόματα των ηρώων του ενώ η γλώσσα του είναι δημοτική με κάποια λόγια ψυχρότητα. Φανερά επηρεασμένος από τους Γερμανούς ποιητές έχει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα.
Στη συνέχεια ο Γεώργιος Ζαλοκώστας κυμαίνεται ανάμεσα στη δημοτική και την καθαρεύουσα αλλά και ανάμεσα σε δύο πόλους, σε θέματα επικολυρικά και οικειότερους τόνους , είτε ερωτικούς είτε ελεγειακούς. Ωστόσο γράφει αδιακρίτως και τα δύο θέματα και στις δύο γλώσσες , χαρακτηριστικό φαινόμενο μιας εποχής που παραδέρνει ανάμεσα σε δύο παραδόσεις, αντιμαχόμενες, για να βρει τον εαυτό της.

Στην γνησιότερη γραμμή του ρομαντισμού γυρίζουμε ξανά με τους νεώτερους ποιητές όπως τον Ιωάννη Καρασούτσα και τον Δημοσθένη Βαλαβάνη. Ο πρώτος φύσει γνησίως λυρικός, δεν φτάνει στην υπερβολή και η απαισιοδοξία του φαιδρύνεται από μια γνήσια αίσθηση της φύσης ανάμεικτη με κάποιο άρωμα εαρινό. Με τον Καρασούτσα συμβαίνει πότε-πότε κάτι περίεργο· σε ορισμένα του ποιήματα είναι σαν ν' ακούμε κάτω από τον αρχαϊκό στίχο έναν στίχο δημοτικό· σαν να νιώθουμε την ιδιαίτερη μελωδία, το ιδιαίτερο βάδισμα του δημοτικού ή του κρητικού ακόμα στίχου. Μόνο το εξωτερικό ντύμα, μόνο τα λόγια είναι διαφορετικά:

Ήτον ωχρά, ήτον νεκρά η νέα παρειά της,
Το δάκρυ έπιπτε βροχή από τα βλέφαρά της,
Και στεναγμοί διέσχιζον τα τρυφερά της χείλη
Συχνοί και αδιάλειπτοι σχεδόν ως να ωμίλει.
Πλησίον της κατέκειτο επί λευκού μαρμάρου,
Λευκό, επίσης καί αυτό ως άγαλμα της Πάρου,
Το βρέφος της το τριετές, η νέα αδελφή μου,
Το τάλαν μετά σχήματος την έβλεπε πενθίμου
Και, παύσε πλέον, έλεγε, μη κλαίης, μήτηρ, έλα!
Και ο γλυκύς της οφθαλμός εδάκρυε κι' εγέλα.

Η σύνταξη, η δομή του λόγου είναι στερεά δημοτική, η καθαρεύουσα είναι σαν να έχει επιζωγραφηθή.
Αρκεί ν' αφαιρεθή η επιζωγράφηση, για να βρούμε το γνήσιο.Ο Καρασούτσας ίσως είναι η πιο συμπαθητική φωνή της ποίησης στην καθαρεύουσα.
Έπειτα από αυτούς ο ρομαντισμός αρχίζει να φθίνει , η έμπνευση χάνεται και οδηγείται στην παρακμή του. Όνόματα που σχετίζονται με την μετέπειτα περίοδο αποτελούν ο Δημήτριος Παπαρηγόπουλος, ο Βασιλειάδης, ενώ ο Αχιλλεύς Παράσχος αντιπροσωπεύει το τέλος του ρομαντισμού. Φτώχεια από ιδέες, εικόνες, ατημέλητος στίχος, εύκολος και αφρόντιστος, απλή γλώσσα, καθαρεύουσα γεμάτη στόμφο και ρητορεία, δημοτική κοινοτοπική και πλατειάζουσα είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την καλλιτεχνική δημιουργία της περιόδου παρακμής του ρομαντισμού. Νέες τάσεις εμφανίζονται, και προετοιμάζεται το έδαφος για κάτι καινούριο τη στιγμή που ο ρομαντισμός φτάνει σε αδιέξοδο το 1870-80 έχοντας δώσει ο,τι μπορούσε να προσφέρει στο χώρο της τέχνης και της δημιουργίας.


____________________
http://laetitia.pblogs.gr/2011/02/o-romantismos.html

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΑΛΑΒΑΝΗΣ (1829 - 1854)


Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών


Βιογραφικό Σημείωμα


Ο Δημοσθένης Βαλαβάνης γεννήθηκε στην Καρύταινα της Πελοποννήσου. Η ζωή του ήταν πολύ δύσκολη. Σε παιδική ηλικία έχασε τους γονείς του. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Ναύπλιο και κατόπιν πήγε στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου, εργαζόμενος παράλληλα για να ζήσει. Λόγω των κακουχιών της ζωής του και της μεγάλης φτώχειας του η υγεία του κλονίστηκε. Προσβλήθηκε από φυματίωση λίγο πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του και πέθανε στην Αθήνα το 1854, σε ηλικία εικοσιτεσσάρων μόλις ετών. Το ποιητικό του έργο αποτελείται από λίγα ποιήματα (Εκείνη, Ο τάφος του κλέφτη, Το όνειρόν μου, Εις λεύκωμα κυρίας, Μελαγχολικαί σκέψεις Μία μου απόκρισις κ.α.), γραμμένα άλλα στην καθαρεύουσα, άλλα στη δημοτική και δημοσιευμένα στα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του. Στο Βαλαβάνη αποδόθηκε και το ποίημα Ελεγείον εις τον θάνατον νεονύμφου, σήμερα ωστόσο η άποψη αυτή αποκλείεται από τους μελετητές. ΄Εγραψε επίσης μια τραγωδία, από την οποία σώζεται μόνο ο τίτλος (Ο θάνατος του Παπαφλέσσα) και το πεζογράφημα Δυο νύκτες (Καλαμάτα 1853, δημοσίευση στο περιοδικό Ευτέρπη το Γενάρη του 1854). 
Ο Βαλαβάνης εντάσσεται στις μοναχικές περιπτώσεις των δίγλωσσων (δημοτική - καθαρεύουσα) ρομαντικών ποιητών της Α' Αθηναϊκής Σχολής. Οι μελετητές διακρίνουν στη στιχουργική του την απαρχή μιας δημιουργικής δύναμης, η οποία δεν πρόλαβε να αποδώσει όλους τους καρπούς της. Αξιοσημείωτη είναι η αναγνώριση της αξίας του έργου του Βαλαβάνη από μεταγενέστερούς του ποιητές, όπως ο Παλαμάς, ο Ζαν Μορεάς και ο Σπυρίδων Βασιλειάδης. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημοσθένη Βαλαβάνη βλ. Bελλιανίτης Θ., «Βαλαβάνης Δημοσθένης», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια6. Αθήνα, Πυρσός, 1928, Μερακλής Μ.Γ., «Δημοσθένης Βαλαβάνης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί – Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία – Γραμματολογία, σ.67. Αθήνα, Σοκόλης, 1977, Μουλλάς Παναγιώτης, «Βαλαβάνης Δημοσθένης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 και Σιμόπουλος Ηλίας, «Βαλαβάνης Δημοσθένης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, [1968].
Ενδεικτική Βιβλιογραφία


• Αυγέρη Μάρκου - Παπαϊωάννου Μ.Μ. - Ρώτα Β. - Σταύρου Θρ., Η ελληνική ποίηση ανθολογημένηΓ΄, σ.531 κ.εξ. Αθήνα, 1959.
• Bελλιανίτης Θ., «Βαλαβάνης Δημοσθένης», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια6. Αθήνα, Πυρσός, 1928.
• Δημαράς Κ.Θ., Ποιηταί του ΙΘ΄ αιώνα, Βασική Βιβλιοθήκη, σ.104 κ.εξ. Αθήνα, 1959.
• Μερακλής Μ.Γ., «Δημοσθένης Βαλαβάνης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί – Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία – Γραμματολογία, σ.67. Αθήνα, Σοκόλης, 1977.
• Μουλλάς Παναγιώτης, «Βαλαβάνης Δημοσθένης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984.
• Μπουμπουλίδης Φαίδων, «Δημοσθένης Βαλαβάνης», Νεοελληνικά μελετήματαΒ΄, σ.5-17. Αθήνα, 1978.
• Παλαμάς Κωστής, «Δημοσθένης Βαλαβάνης», Λεξικό Μπαρτ και Χιρστ2, σ.662. Αθήνα, 1890.
• Παλαμάς Κωστής, «Ένας παραμερισμένος ποιητής», Παντογνώστης, έτος Γ΄, 1η/2/1924 και 16/2/1924. Αναδημοσίευση στη Νέα Εστία33, ετ.ΙΖ΄, 15/3/1943, αρ.379, σ.324-328 (= Άπαντα8, σ.473-483 και τ.16, σ.307. Αθήνα, Μπίρης, 1966).
• Πράτσικας Γ., «Δημοσθένης Βαλαβάνης», Αυγή (Πύργου), 7/6/1954 και 14/6/1954.
• Πωπ Κωνσταντίνος, «Ο τάφος του κλέπτου», ΕυτέρπηΣτ΄, 15/12/1852, αρ.3, σ.63.
• Σεφεριάδης Στυλιανός, «Δημοσθένης Βαλαβάνης», Ανατολή1 (Σμύρνη), 5/12/11910, αρ.6, σ.85-86.
• Σιμόπουλος Ηλίας, «Δημοσθένης Βαλαβάνης· Ένας πρωτοπόρος ποιητής», Φωνή της Αρκαδίας, 15/12/1963 και 1η/1/1964 (τώρα και στον τόμο Επαφές και προσεγγίσεις, σ.11-29. Αθήνα, Θουκυδίδης, 1981).
• Σιμόπουλος Ηλίας, «Βαλαβάνης Δημοσθένης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

• Τα ποιήματα του Δημοσθένη Βαλαβάνη βρίσκονται δημοσιευμένα στο: Δημαράς Κ.Θ., Ποιηταί του ΙΘ' αιώνα. Αθήνα, Αετός, 1954 (στη σειρά Βασική Βιβλιοθήκη, αρ.12).

_________________
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=112

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Ο ποιητής Δημοσθένης Βαλαβάνης γεννήθηκε [1829 – 1854] στην Καρύταινα - και εντάσσεται στη ρομαντική Α’ Αθηναϊκή Σχολή

   ΠΟΙΗΣΗ   


Έλληνας ποιητής, που εντάσσεται στη ρομαντική Α’ Αθηναϊκή Σχολή. Ξεχωρίζει από τους ομοτέχνους του εκείνης της περιόδου, επειδή έγραψε τα λιγοστά ποιήματά του, τόσο στην καθαρεύουσα, όσο και στη δημοτική. 
Ο Δημοσθένης Βαλαβάνης γεννήθηκε το 1829 στην Καρύταινα της Αρκαδίας. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς έχασε αρκετά νωρίς τους γονείς του. Πάντως, ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Ναύπλιο, με την υποστήριξη ενός θείου του και σε ηλικία 18 ετών πήγε στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου, εργαζόμενος παράλληλα τις νυχτερινές ώρες σε εστιατόρια και καφενεία για τα προς το ζην. 
Λόγω των στερήσεων και της ανέχειας, η υγεία του κλονίστηκε ανεπανόρθωτα, όταν προσβλήθηκε από φυματίωση και λίγο προτού ολοκληρώσει τις σπουδές του πέθανε στην Αθήνα στις 11 Μαΐου του 1854, σε ηλικία μόλις 24 ετών. Στην κηδεία του, τον επικήδειο εκφώνησε ο ποιητής Γεώργιος Παράσχος (1822-1886), φορώντας φουστανέλα, όπως το συνήθιζε, κι έχοντας πένθος στο γιλέκο του και μαύρη κρεπ στο φέσι του. 
O επικήδειος του Παράσχου δεν διασώθηκε. Το ποιητικό έργο του Βαλαβάνη αποτελείται από λίγα ποιήματα («Εκείνη», «Ο τάφος του κλέφτη», «Το όνειρόν μου», «Εις λεύκωμα κυρίας», «Μελαγχολικαί σκέψεις», «Μία μου απόκρισις» κ.ά.), δημοσιευμένα στα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, κυρίως την «Ευτέρπη» και τη «Μημοσύνη». Έγραψε, επίσης, και την τραγωδία «Ο θάνατος του Παπαφλέσσα», από την οποία σώζεται μόνο ο τίτλος και το διήγημα «Δυο νύκτες». 
Οι μελετητές διακρίνουν στη στιχουργική του Βαλαβάνη την απαρχή μιας δημιουργικής δύναμης, η οποία δεν πρόλαβε να αποδώσει όλους τους καρπούς της. Αξιοσημείωτη είναι η αναγνώριση της αξίας του έργου του από μεταγενέστερούς του ποιητές, όπως ο Σπυρίδων Βασιλειάδης, ο Κωστής Παλαμάς και ο Ζαν Μορεάς. 

   Κρίσεις για το έργο του ... 

Αλλά παρά την ολιγότητα αυτών τους στίχους του διαπνέει δροσερά τις χάρις. ειλικρινές αίσθημα εκδηλούται δι’ αυτών και λανθάνει εν αυτοίς προφητική τις θλίψις, ως αν προησθάνετο ο ποιητής το άωρον τέλος του. Ο Τάφος του Κλέφτη είνε επεισόδιον του βίου των κλεφτών αφελές και ζωηρόν την έκφρασιν, το δε Ονειρον, παρά το υπόψυχρον της τελευταίας στροφής, χαρακτηρίζει γνήσιον ποιητικόν κάλλος.Τον Βαλαβάνην δυνάμεθα να τον χαρακτηρίσωμεν ως τον άριστον μαθητήν του Ζαλοκώστα κατά την χρήσιν της γλώσσης και τας περί ποιήσεως ιδέας, όστις, θα υπερέβαινεν ίσως τον διδάσκαλον αν έζη και δεν είχε την τύχην των νεαρών εκείνων μουσοπόλων, οίτινες παρέρχονται μετά του κόσμου, τον οποίον φέροντες εν ταις διανοίαις αυτών, δεν επρόφθασαν να δημιουργήσωσι. 
Κωστής Παλαμάς, ποιητής 

Εντύπωση μας κάνει σήμερα η άνεση και ο παλμός του, όταν γράφει στη δημοτική, αν λάβουμε υπ’όψιν μας το γενικό κλίμα και τον καθαρεύοντα τόνο της πρώτης Αθηναϊκής Σχολής. Και οι στίχοι του όμως, οι γραμμένοι στην καθαρεύουσα, διαθέτουν μια ποιητική ευαισθησία αξιοσημείωτη για την εποχή του”. Ιδιαίτερα, ορισμένα ποιήματά του, όπως το “Το όνειρον μου”, ξεχωρίζουν ανάμεσα σε πολλά άλλα διασημοτέρων και πολυγραφοτέρων, συγχρόνων του, και δικαιολογημένα είχαν επισύρει την προσοχή του Παλαμά. 
Κώστας Στεργιόπουλος
κριτικός λογοτεχνίας 

Οι στίχοι του, που παρουσιάζονται πριν από την ακμή του ρωμαντισμού, πριν από την υπερβολή του ρωμαντικού πάθους, έχουν αξιόλογη συγκρότηση· έμπνευση ευγενική και συγκρατημένη, γλωσσική ακρίβεια και διαύγεια στις εικόνες. Ο ελεγειακός τόνος, όσο κι αν έχει την τάση να κατεβεί προς την ρητορεία, δεν φθάνει ποτέ σε στόμφο, κοινοτοπία ή ακυρολεξία ΄Όταν χειρίζεται την δημοτική, στις αρετές του αυτές προστίθεται γλωσσικό αισθητήριο, μοναδικό για την εποχή του στην Αθήνα, και ικανότητα γλωσσοπλαστική που φανερώνει τον γεννημένο ποιητή και συνάμα τον συνεχιστή της γλωσσοπλαστικής παράδοσης. 
Κ.Θ. Δημαράς, 
κριτικός λογοτεχνίας 

Ο αβίαστος λυρισμός του, η απλότητα των αισθημάτων, ήπιων και μελαγχολικών, καταλήγει σε προσωπικές λιτές εκφράσεις που καταφέρνουν να αγγίξουν τον αναγνώστη.
Μάριο Βίτι, 
κριτικός λογοτεχνίας 

Μέσα από τα λιγοστά του ποιήματα διακρίνεται μια ποιητική φυσιογνωμία από τις πιο αξιοπρόσεχτες [...] Σε μερικά από τα ποιήματα αυτά φαίνεται να αντλεί άμεσα από τις δημοτικές πηγές, από τα τραγούδια της πελοποννησιακής υπαίθρου· στα καλύτερα και τα ωριμότερά του η δημοτική αυτή, κρατώντας όλο το γνήσιο χυμό της, υψώνεται σε όργανο καθαρής ποιητικής έκφρασης. Με τέτοιους στίχους ο Βαλαβάνης ξεχωρίζει απόλυτα ανάμεσα στους άλλους ποιητές της Αθηναϊκής Σχολής. Είναι κρίμα που πέθανε τόσο νέος. 
Λίνος Πολίτης, 
κριτικός λογοτεχνίας 

Από τα λίγα ποιήματά του και κυρίως αυτά που έγραψε στην δημοτική, βγαίνει πως αν δεν αρρώσταινε και ζούσε, η ποιητική του παραγωγή θα ήταν σημαντική.Ήταν μάλλον ελεγειακός. 
Γιάννης Κορδάτος, 
ιστορικός και πολιτικός 

Ήτο το γλυκύτερον και συμπαθέστερον άστρον της νεωτέρας ελληνικής ποιήσεως. 
Σπυρίδων Βασιλειάδης,
 ποιητής 


Ποιήματα Δημοσθένη Βαλαβάνη


Μελαγχολικές Σκέψεις

Ο ερημίτης το πτηνόν, όπου στα σκότη άδει,
στενάζον με παράπονον, ως γείτονα κυττάζει·
κ’ εν ω εις τὴν καλύβην του θρηνεί γλαυκών κοπάδι,
χωρὶς φροντίδας της ζωής την βίβλον σχολιάζει·
τας ώρας δε του βίου του μετρών εις τους δακτύλους,
οπόταν στης νεότητος τους χρόνους ανατρέχη,
εις λογισμοὺς ποικίλους
βυθίζεται, και δάκρυον τας παρειάς του βρέχει.
Οι πρώτοι πως παρέρχεσθε της ηλικίας χρόνοι!
Το έαρ μας μόλις φανή, πετά ταχύ και δύει,
και θύελλα τα κρίνα του, τα ρόδα του σαρώνει,
και της ζωής τα όνειρα τα πρώτα διαλύει·
ο χρόνος δε την κόμην μας καγχάζων επιπάσσει
με τους λευκοὺς ψεκάδας του, κι’ ο νέος γέρων πλέον
εγγὺς είναι να φθάσῃ
το τέρμα του σταδίου του, που ατενίζει κλαίων.
Τα δένδρα από τους θολοὺς καιροὺς του φθινοπώρου
αποφυλλούνται, και ζωής δεν δίδουσι σημεία·
περίλυπος ο οφθαλμὸς του νέου οδοιπόρου
τ’ άλλοτε άνθη θάλλοντα, ξηρὰ τα βλέπει βρύα.
Ω! ναι, άλλ' έρχεται καιρός, καθ' ον τα δένδρα θάλλουν
καὶ τ' άνθη με τα μύρα των τας αύρας βαλσαμώνουν
και μαγευμένα ψάλλουν
αι αηδόνες, και γλυκὰ την αίσθησιν ναρκώνουν.
Και μόνον, οίμοι! οι καιροί του βίου δεν γυρίζουν!
Ο ρους των τας ημέρας μας, ως χείμαρρος αφρίζων,
σύρει· το μέλλον μας κεναὶ ελπίδες χρωματίζουν,
και τ' αποκρύπτει μελανὸς και κατηφὴς ορίζων!
Διώκουσαι τους πόθους μας αι ψυχικαί μας κλίσεις
φεύγουν, πετούν με την ζωήν στου τάφου μας τα σκότη
που λύπαι, αναμνήσεις
δεν μας κεντούν, αλλά το παν με την ζωήν υπνώττει.


Μια μου απόκρισις

Αν ωνειρεύθης άγγελον ποτέ μελαγχολίας
   Αν ν’ατενίσης οφθαλμούς σου έτυχε δορκάδος,
Γλυκύ να έχουν λάγκευμα της πρωϊνής πλειάδος,
   Ε κ ε ί ν η φέρει την μορφήν αυτής της οπτασίας.
Γελά και παίζει μ’ όνειρα του λυκαυγούς ακόμα,
   Τα χείλη της μειδίαμα χρυσώνει γοητείας,
Εάν την βάφη μαγική βαφή μελαγχολίας
   Προς κόσμον της ευρύτερον ίσως πλανά το όμμα.
Λούουν το ρόδον της αυγής αι πρωϊναί ακτίνες
   Όπου η μάγισσ’ άνοιξις την νύκτα το υφαίνει
Ιδού πλην ο μεσημβρινός κ’ εξαίφνης το μαραίνει·
   Μον’αι απάται δεν γερνούν, του βίου αι Σειρήνες.
Και η ζωή μας ύφασμα ονείρου και χιμαίρας
   Ψυχρά ως αντανάκλασις ακτίνος τεθλασμένης
Ημελημένον δώρημα τυχαίας ειμαρμένης,
   Αλλού φαντασιοκοπεί στιγμάς εντελεστέρας.


Το όνειρον μου

                                             1.
Γελούσαν τα τριαντάφυλλα, οι ανθοί μοσχοβολοῦσαν
Και σε πουλιού πουρπούλισμα μόνον εσειούντο οι κλάδοι,
Και η αντηλιάδες στης δροσιάς τις στάλαις εγλυστρούσαν
Κι’ απὸ διαμάντη ολόσπαρτο μου εφάνη ένα λειβάδι.
Τρεμουλιαχταίς στα μάτια μου επαίζανε η αχτίδαις
Παρέκει εμουρμουρόκλαιγε μια βρύσι στο πλευρό μου,
Εδῶ πως σε είδα μοναχή, πως μοναχόν με είδες
                            Μου εφάνη εις τ' όνειρό μου.
                                             2.
Λες και αγγελούδας ευμορφιὰ να σου έδινε η χλωμάδα
Τα μάτια σου αναγάλιαζαν στη λάμψι και στη χάρι
Σα στο νερό το καθαρό του ήλιου η ἀντιλιάδα·
Και απ' τα μαλλιά Σου επέρναγε το βάλσαμο να πάρη
Χαρούμενο, ανεμπόδιστο της μοναξιάς τ’ ἀέρη·
Και σα να μη μ' εγνώριζες και σα στο λογισμὸ μου
Ποτέ να μην επέρασες, ποτέ δεν σε είχα φέρει
                            Μου εφάνη εις τ’ όνειρό μου.
                                             3.
Ψιλὸ έπεφτε στους κόρφους σου το φόρεμα σαν πάχνη
Που έβλεπε και δεν έβλεπε τα στήθια σου το μάτι
Σα στον καθρέπτη τη θωριὰ όπου σκεπάζει η άχνη
Με αγγέλου αέρα το κορμί το ολόλαμπρό σου επάτει
Και σαν να σε ξεγέλαγε με χίλια δυο η μοίρα
Ολόχαρι, ξεπέταχτη σε είδα στο λογισμό μου.
Κόρη, ας μην ήναι πλάνη μου αύτ' η χαρὰ που επήρα
                            Για σένα στ’ όνειρό μου.
                                             4.
Και γύρω σαν να εγύρευες ανθὸ της αρεσκιάς Σου
Στα χαμολούλουδα έσκυφτες και η πεταλοῦδαις φεύγαν
Και εγώ με κλόνο της μυρτιάς εσίμωσα κοντά Σου
Μ’ είδες γλαρά, δεν λάλησες, αλλ' η ματιαίς σου ελέγαν
Πως ήθελε το χέρη σου τον κλόνο μου να πάρῃ.
Μου έδωκες το χαμόγελο, σου έδωκα τον ανθό μου
Τον πήρες με κυπαρισσιοῦ τον έσμιξες κλονάρι
                            Μοῦ ἐφάνη εἰς τ' ὄνειρό μου.
                                             5.
Εξύπνησα και στ’ όνειρο πλανιέται ο λογισμός μου
Τον κόσμο, κόρη, θα δηλοί το στολιστὸ λειβάδι·
Τὸ θαμποβόλημα εξηγεί την πλάνη αυτὴ του κόσμου
Κι’ αγνώριστος που σου έδωκα εγὼ το μυρτοκλάδι,
Σημαίνει, για τον έρωτα πως μια ζωὴ δεν φθάνει.
Με το κυπαρισσόκλονο που έσμιξες τον ανθό μου
Δηλοί πως θα αγαπά η ψυχὴ και όταν κανεὶς πεθάνῃ·
                            - Αυτό είναι τ’ ὄνειρό μου.

Πηγή: http://e-didaskalia.blogspot.com/2015/05/24.html#ixzz3cwTX7dfI




ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/828#ixzz3cb6Sc0xr